- ὀλυρέων
- ὀλῡρέων , ὄλυραrice-wheatfem gen pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CYLLASTIS — apud Aristophanem in Danaidibus, apud Athenaeum, l. 3. Καὶ τὸν κυλλάςτιν φθέγγου, καὶ τὸν Πετόσιριν.. Et Cyllastim loguere, et Petosirim: Hesychio Κυλλάςτις itidem, Herodoto Κολλῆςτις, Polluci Καλλιςτής, panis fuit apud Aegyptios genus, εἰς ὀξὺ… … Hofmann J. Lexicon universale
σιτίο — το / σιτίον, ΝΜΑ [σῑτος] συνήθως στον πληθ. τα σιτία τρόφιμα, προμήθειες (α. «σιτία γυλιού» τα τρόφιμα που έχει ο οπλίτης στον γυλιό του και τά χρησιμοποιεί σε περίπτωση μη εφοδιασμού β. «σιτία και ποτά», Πλάτ. γ. «εἴ τι σιτίον ἢ ποτὸν ἦν», Ξεν.) … Dictionary of Greek